- θαρρύνω
- (αόρ. εθάρρυνα) μετ. уст. ободрять; поощрять; поддерживать; вселять смелость (в кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαρρύνω — (AM θαρρύνω, Α και αρχαιότ. τ. θαρσύνω) δίνω θάρρος, εμψυχώνω αρχ. (αμτβ.) έχω θάρρος («ἀλλ , ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. τού θαρσύνω*] … Dictionary of Greek
θαρρύνω — θαρρύ̱νω , θαρσύνω encourage aor subj act 1st sg (attic) θαρρύ̱νω , θαρσύνω encourage pres subj act 1st sg (attic) θαρρύ̱νω , θαρσύνω encourage pres ind act 1st sg (attic) θαρρύ̱νω , θαρσύνω encourage aor ind mid 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθαρρύνω — (Α ἀναθαρρύνω και θαρσύνω) 1. δίνω θάρρος, εμψυχώνω, ενθαρρύνω 2. ανακτώ το θάρρος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρύνω, θαρσύνω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθάρρυνση, αναθαρρυντικός] … Dictionary of Greek
αποθαρρύνω — (Α ἀποθαρρύνω) [θαρρύνω] νεοελλ. προκαλώ σε κάποιον αποθάρρυνση, τον αποκαρδιώνω αρχ. ενθαρρύνω, παροτρύνω … Dictionary of Greek
ενθαρρύνω — δίνω θάρρος, εμψυχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
θαρσύνω — θαρσύνω, νεώτ. αττ. τ. θαρρύνω (Α) 1. εμπνέω θάρρος («θάρσυνον δὲ οἱ ἦτορ», Ομ. Ιλ.) 2. έχω θάρρος («ἀλλ , ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θαρσύνω προϋποθέτει την ύπαρξη αμάρτ. τ. *θαρσύς, παράλληλα προς το μαρτυρ. θρασύς*. (Ο τ. θαρσύς*… … Dictionary of Greek
υποθαρρύνω — Μ [θαρρύνω] ενθαρρύνω κάποιον σε μικρό βαθμό … Dictionary of Greek